- ακρόζεστος
- ἀκρόζεστος, -ον (Α)αυτός που έχει βράσει ή ζεσταθεί λίγο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (ΙΙ) + ζεστός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀκρόζεστος — boiled masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροζέστους — ἀκρόζεστος boiled masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)